Η σχέση ενός ζευγαριού μπορεί κατά καιρούς να περάσει κρίση, εξαιτίας διαφόρων εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Ως εξωτερικοί παράγοντες, μπορούν να θεωρηθούν το στρες, τα οικονομικά προβλήματα, μια αρρώστια, ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα τρίτο πρόσωπο. Αντίστοιχα, ως εσωτερικοί παράγοντες θεωρούνται οι διαφορετικές ανάγκες, προτεραιότητες και επιθυμίες των δυο συντρόφων (οι οποίες μεταβάλλονται με τα χρόνια), ο διαφορετικός βαθμός εξέλιξης και ωρίμανσης του καθενός, τα δυσλειτουργικά μοτίβα συσχέτισης και οι ρόλοι που ο καθένας τους έχει «κληρονομήσει» από την πατρική του οικογένεια, η δυσκολία ουσιαστικής επικοινωνίας και επαφής (συναισθηματικής ή/και σεξουαλικής) εξαιτίας της προσωπικότητας, του τρόπου ανατροφής, παρελθοντικών τραυματικών εμπειριών και ανεκπλήρωτων συναισθηματικών αναγκών του παρελθόντος.
Η θεραπεία ζεύγους απευθύνεται στα ζευγάρια τα οποία αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες και προκλήσεις στη συντροφική τους σχέση και έχουν αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά μεταξύ τους. Αυτά τα ζευγάρια μπορεί να είναι στην αρχή της σχέσης ή του έγγαμου βίου, οπότε και αναζητούν προληπτικά να χτίσουν μια πιο υγιή σχέση με πιο γερά θεμέλια για το μέλλον τους, αλλά και μετά από μακροχρόνια σχέση και πολλά χρόνια γάμου, οπότε και αναζητούν πιο λειτουργικές λύσεις βελτίωσης της συντροφικότητας και της συνύπαρξης μεταξύ τους. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που τα ζευγάρια επισκέπτονται τον ψυχολόγο για να κάνουν ένα πιο λειτουργικό και υγιές κλείσιμο της σχέσης/γάμου τους, έτσι ώστε ο καθένας να προχωρήσει και να διαμορφώσει μια καθημερινότητα πιο συμβατή με τις ανάγκες και τις προτεραιότητές του (συμβουλευτική διαζυγίου/κλεισίματος σχέσης).
Στόχος της θεραπείας ζεύγους είναι αρχικά σε ένα ασφαλές πλαίσιο να δοθεί χώρος στο κάθε σύντροφο να επικοινωνήσει τα συναισθήματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του αλλά και μέσα από ασκήσεις να μάθει να ακούει ουσιαστικά, χωρίς φίλτρα τις αντίστοιχες ανάγκες του/της συντρόφου του. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην εξερεύνηση και αναγνώριση δυσλειτουργικών μοτίβων επικοινωνίας και συσχέτισης μεταξύ τους, τα οποία έχουν παγιωθεί και δυσκολεύουν τη σχέση τους. Επίσης, στις συνεδρίες αναλύονται οι στάσεις του καθενός για θέματα όπως η συντροφικότητα, η ανατροφή παιδιών, η οικονομική διαχείριση, η σεξουαλικότητα, οι οικογενειακές σχέσεις, οι προσωπικές ανησυχίες και φιλοδοξίες του καθενός.
Με αυτόν τον τρόπο, το ζευγάρι στην ουσία ξανασυστήνεται και γνωρίζει βαθύτερα ο ένας τον άλλον. Έτσι καλλιεργείται σταδιακά ένα εύφορο έδαφος οικειότητας, ανάληψης ευθύνης και δέσμευσης του καθενός ως προς την επίλυση των προβλημάτων της σχέσης τους. Εντέλει, μέσα από την εκπαίδευση σε νέους τρόπους (συν)ύπαρξης και επικοινωνίας, συναποφασίζουν και συνδιαμορφώνουν πιο λειτουργικούς τρόπους συσχέτισης, προκειμένου να ευοδώνεται τόσο η προσωπική εξέλιξη όσο και η αρμονική συμπόρευση στο δικό τους μοναδικό μονοπάτι.
Ευαγγελία Ψαρρά,
Ψυχολόγος, Πετρούπολη