Γεννήθηκε πριν 28 χρόνια, ως καρπός μιας δυσλειτουργικής, βίαιης και κακοποιητικής συζυγικής σχέσης. Ήδη από τα πρώτα παιδικά της χρόνια η Γ. βίωνε τον πόνο της απόρριψης, τη μοναξιά, τη βαθιά θλίψη, την απόγνωση.
Για τον πατέρα της ήταν πάντα «το κατεστραμμένο παιδί» για το οποίο ντρεπόταν, καθώς «δεν είχε έφεση στα γράμματα, όπως εκείνος» που ήταν πολύ μορφωμένος. Όσες φορές εκείνη επεδίωξε επαφή μαζί του, μετά το διαζύγιο των γονέων της στα 10 της, εισέπραττε υποτίμηση και αδιαφορία από εκείνον.
Για τη μητέρα της ήταν πάντα το «δύσκολο παιδί», που την ταλαιπωρούσε με τις ιδιοτροπίες του τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να απευθυνθεί σε μια παιδοψυχίατρο. Εκείνη, ως γιατρός, την ενοχοποίησε με τη σειρά της για το πόσο είχε εξουθενώσει τη μητέρα της και χωρίς να ασχοληθεί περαιτέρω με το συναισθηματικό φορτίο που σήκωνε τόσα χρόνια ως παιδί, εξαιτίας της έκθεσης της σε βίαια περιστατικά που βίωνε με τρόμο στην οικογένεια της, και της συναισθηματικής της εγκατάλειψης και κακοποίησης, της συνταγογράφησε χάπια.
Έτσι, η Γ. από την πρώτη Γυμνασίου άρχισε να παίρνει Ladose, εξαιτίας της επιθετικής συμπεριφοράς της στο σχολείο (απέναντι στους άλλους αλλά και στον εαυτό της).
Ανακουφισμένη η μητέρα της απ’ το ότι δεν της προκαλούσε πλέον προβλήματα η κόρη της, σκέφτηκε να την κάνει το παιδί που εκείνη πάντα ονειρευόταν, πιο θηλυκή και όχι ένα αγοροκόριτσο. Επέλεγε εκείνη ρούχα για την κόρη της, πιο θηλυκά και σέξι (και όχι τα μαύρα και το ατημέλητο ντύσιμο της κόρης της), έβαφε το δωμάτιο της σε χρώμα φυστικί και ροζ, την έγραψε σε σχολή μπαλέτου (παρότι εκείνη ζητούσε επίμονα καράτε, καθώς λόγω της μυϊκής της δύναμης, είχε ξεχωρίσει). Οτιδήποτε διαφορετικό από την κόρη της (ως προτίμηση, συμπεριφορά, ανάγκη) από αυτό που εκείνη είχε στο μυαλό της ήταν αιτία επίπληξης, απογοήτευσης, πίκρας, απόρριψης.
Όσο, όμως, η ίδια είχε επιδοθεί σε αυτή τη μεταμόρφωση της κόρης της και ήταν απορροφημένη στις ανάγκες της, η Γ. στο μεταξύ βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στο σκοτάδι της. Είχε παραιτηθεί απ’ όλα. Δεν της άρεσε τίποτα, ούτε η ζωή της, ούτε ο εαυτός της. Καθημερινά φλέρταρε σιωπηλά με την ιδέα του πώς θα δώσει τέλος στη ζωή της. Οι μακάβριες ζωγραφιές με γυναικεία πρόσωπα που κλαίνε/κραυγάζουν και κοριτσάκια διαμελισμένα, μέσα στο αίμα, που σχεδίαζε τόσα χρόνια κάθε φορά που ασφυκτιούσε από τη μοναξιά της, δεν ήταν αρκετές ώστε να θορυβήσουν ή/και να ευαισθητοποιήσουν κάποιον απ’ το οικογενειακό περιβάλλον της. Ούτε οι 2 απόπειρες αυτοκτονίας που ακολούθησαν…ευτυχώς ανεπιτυχώς.
Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να ξεφύγει από τον σκοτεινό της εαυτό, μέσα από σπασμωδικές κινήσεις στην προσωπική και την επαγγελματική της ζωή. Έμοιαζε παραδομένη στο μοιραίο της ύπαρξης της, στις δυσοίωνες προβλέψεις των γύρω της για την πορεία της. Έβλεπε τον εαυτό της και το μέλλον της με το ίδιο υποτιμητικό, απαξιωτικό βλέμμα αμφισβήτησης των γονέων της. Και αυτό ήταν τελικά που την κρατούσε πίσω σε ο,τι αποφάσιζε για εκείνη.
Μέχρι που κάποια κομβική στιγμή της ζωής της, πείσμωσε και για πρώτη φορά πήρε την ευθύνη του εαυτού της και της ζωής της, ανατρέποντας το μοιραίο. Τότε ήταν που με επισκέφτηκε. Ήθελε για πρώτη φορά να (μάθει να) αντιμετωπίζει ο,τι την εμπόδιζε να ζει και να ονειρεύεται, μέσα από τη ψυχοθεραπεία. Είχε ξεκινήσει σπουδές ψυχολογίας, με στόχο να γίνει ψυχοθεραπεύτρια που θα βοηθάει ουσιαστικά τους ανθρώπους σε δύσκολες στιγμές μοναξιάς, όπως οι δικές της. Την αδυναμία της ήθελε να την αξιοποιήσει και να την κάνει δύναμη της… το σκοτάδι της να το κάνει φως για τους άλλους…«Είναι σημαντικό να αποδείξω στον εαυτό μου ότι τελικά μπορώ να τα καταφέρω, παρά τις οποιες δυσκολίες», μου είπε χαμογελώντας, και ήδη το χαμόγελο της απέπνεε σιγουριά ότι θα το πετύχει.